- βρόντος
- ο1.ο ήχος της βροντής, το μπουμπουνητό.2. ισχυρός, παταγώδης κρότος που παράγεται από πτώση: Ακούστηκε μεγάλος βρόντος όταν έπεσε από τη σκάλα.3. φρ., «στο βρόντο», στα χαμένα, άσκοπα, ανώφελα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.